- περγαμηνή
- Δέρμα, συνήθως από πρόβατο, κατεργασμένο κατάλληλα ώστε να χρησιμοποιείται για διάφορες χρήσεις (όπως η βιβλιοδεσία, η μικρογραφία κλπ.), αλλά κυρίως για τη γραφή ή εκτύπωση πολυτελών εκδόσεων.
Χειρόγραφη προκήρυξη σε περγαμηνή του Δόγη της Βενετίας Φρανσίσκο Ερίκιο προς τους επιτρόπους της Εβραϊκής κοινότητας της Κέρκυρας – 1642 (Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδας, Αθήνα).
* * *η, ΝΜΑλευκή, στιλπνή και λεπτή μεμβράνη από μαλακό δέρμα προβάτου, μοσχαριού ή κατσικιού, που μετά από τη συνήθη βυρσοδεψική κατεργασία μετατρέπεται σε γραφικό υλικό, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το αφετηριακό κέντρο παραγωγής της, δηλαδή την πόλη Πέργαμο τής Μ. Ασίας, όπου πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά και που πριν από τον 4ο αιώνα λεγόταν διφθέρανεοελλ.1. συνεκδ. κείμενο γραμμένο σε τέτοια μεμβράνη και, κυρίως, τίτλος σπουδών, βράβευσης, ευρεσιτεχνίας ή άλλων εξαιρετικών ιδιοτήτων2. (κατ' επέκτ.) απόδειξη τίτλου3. μτφ. τίτλος ευγενείας ή τιμητικής διάκρισης («έχει πολλές περγαμηνές»)4. φρ. «περγαμηνή φυτική» ή «παπυρική περγαμηνή» — περγαμηνή που κατασκευάζεται χημικώς με επίδραση θειικού οξέος σε συνηθισμένο χαρτί χωρίς κόλλα και χρησιμοποιείται σε πολύ επίσημα έγγραφα ή διπλώματα, αλλ. περγαμηνός χάρτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ονομασία τής αρχαίας πόλης Περγάμου τής Ιωνίας, όπου κατασκευάζονταν δερμάτινα βιβλία].
Dictionary of Greek. 2013.